τεκνογόνος

τεκνογόνος
τεκνογόν-ος (parox.), ον,
A bearing children, A.Th.928.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεκνογόνος — ον, Α αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • τεκνογόνῳ — τεκνόγονος bearing children masc/fem/neut dat sg τεκνογόνος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνογόνοι — τεκνογόνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνογονία — η, ΝΜΑ [τεκνογόνος] η γέννηση, η απόκτηση τέκνου …   Dictionary of Greek

  • τεκνογονικός — ή, όν, Μ [τεκνογόνος] το ουδ. ως ουσ. τὸ τεκνογονικόν η ιδιότητα, η ικανότητα τού να αποκτά κανείς παιδιά …   Dictionary of Greek

  • τεκνογονώ — έω, ΜΑ [τεκνογόνος] γεννώ, αποκτώ παιδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”